- τονώσῃ
- τονώσηι , τόνωσιςstrengtheningfem dat sg (epic)τονόωbrace upaor subj mid 2nd sgτονόωbrace upaor subj act 3rd sgτονόωbrace upfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόνωση — η ενίσχυση, δυνάμωμα, ζωογόνηση: Τόνωση του ηθικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόνωση — η / τόνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] ενίσχυση, ενδυνάμωση νεοελλ. μτφ. αναζωογόνηση μσν. τονισμός λέξης αρχ. 1. ενεργητικότητα 2. (ρητ.) ορμητικότητα, σφοδρότητα («τονώσεις καὶ περιπαθήσεις», Φίλ.) … Dictionary of Greek
σουναμιτισμός — Όρος που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο εξασθενημένος και γέρος Δαβίδ ένιωσε να τονώνεται η υγεία του, όταν του έφεραν ως σύνευνο τη νεαρή Σουναμίτιδα. Η διαπνοή του σφριγηλού σώματος της, ήταν η αφορμή της τόνωσης του Δαβίδ, κατά την ερμηνεία … Dictionary of Greek
αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… … Dictionary of Greek
αναζωογόνηση — η επανάκτηση ψυχικών και σωματικών δυνάμεων, τόνωση, ενδυνάμωση, ξαναζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικόλαου Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
αναζωπύρωση — η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί ησις) [ἀναζωπυρῶ] αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα … Dictionary of Greek
αναθέρμανση — η (Α ἀναθέρμανσις) [ἀναθερμαίνω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα νεοελλ. ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ … Dictionary of Greek
αναστήλωση — η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [ἀναστηλῶ, όω] νεοελλ. (σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή 2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση β) έγερση, ξεσήκωμα νεοελλ. μσν. φρ. «αναστήλωση ( ις) τών ιερών… … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εμψύχωμα — ἐμψύχωμα, το (Μ) ενίσχυση, τόνωση, ενθάρρυνση … Dictionary of Greek